χηρεία

χηρεία
η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α [χήρα]
1. η κατάσταση τού χήρου ή τής χήρας
νεοελλ.
1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία τής προεδρίας»)
2. φρ. «αίρεση χηρείας»
(νομ.) διάταξη σε διαθήκη, με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα τού ίδιου ή τής συζύγου του στη νόμιμη μοίρα εάν συνάψει νέο γάμο
αρχ.
μτφ. έλλειψη («χηρεία γνησίου», Φίλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χηρεία — χηρείᾱ , χήρειος widowed fem nom/voc/acc dual χηρείᾱ , χήρειος widowed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χηρείᾱ , χηρεία widowhood fem nom/voc/acc dual χηρείᾱ , χηρεία widowhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρείᾳ — χηρείᾱͅ , χήρειος widowed fem dat sg (attic doric aeolic) χηρείᾱͅ , χηρεία widowhood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρειά — η, Ν βλ. χηρεία …   Dictionary of Greek

  • χηρεία — η 1. το να είναι κανείς χήρος, η κατάσταση του χήρου ή της χήρας, η χήρεψη: Είναι σε χηρεία. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις, το να χηρεύει κάτι ή το να παραμένει κενή κάποια θέση ή αξίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρειά — η βλ. χηρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρείας — χηρείᾱς , χήρειος widowed fem acc pl χηρείᾱς , χήρειος widowed fem gen sg (attic doric aeolic) χηρείᾱς , χηρεία widowhood fem acc pl χηρείᾱς , χηρεία widowhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρείαν — χηρείᾱν , χήρειος widowed fem acc sg (attic doric aeolic) χηρείᾱν , χηρεία widowhood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεῖαι — χηρεία widowhood fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρανεία — ἡ, Α χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χηρεία, ο οποίος πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χηρανδρία] …   Dictionary of Greek

  • оброснение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. χηρεία) линяние, линька; место,… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”